του Γιώργου Πουλημενάκου (Υποψήφιος Διδάκτορας/Υπότροφος, Πανεπιστήμιο του Όσλο)
Σε ένα παλαιότερο άρθρο του, ο Ιταλός πολίτικος φιλόσοφος Giorgio Agamben μας θυμίζει ότι η έννοια της κρίσης μπορεί να κατανοηθεί ως η βίαιη στιγμή απόφασης μεταξύ της δυνάμει τοποθέτηση εντός δύο ή περισσοτέρων καταστάσεων. Είτε πρόκειται για τον ασθενή στο νοσοκομείο που βρίσκεται σε “κρίσιμη” κατάσταση (δηλαδή επιδέχεται κρίσης για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει, αναμένεται η τοποθέτηση του εντός της μίας ή της άλλης κατάστασης) είτε για την οικονομία μιας χώρας, αυτό που προσδιορίζει την κρίση είναι ακριβώς η σύνδεση της με μία στιγμή, ένα παρόν άπειρης πυκνότητας. Η κρίση (judgment) είναι το μόνο δυνατό “Τώρα”, μια υπερβατική συνθήκη που μπορεί να επανεκκινήσει ή ακόμα και να σταματήσει το χρόνο (π.χ. στην περίπτωση που ο ασθενής τελικά πεθάνει). Σε κάθε περίπτωση, η κρίση δεν μπορεί να είναι μέσα στο χρόνο, αλλά πρέπει να υφίσταται ως εξω-ιστορικό παρόν που αναδιατάσσει τις χρονικότητες. Ακόμα και στη θεολογική εκδοχή της, η “μέρα της κρίσης” τοποθετείτε στο τέλος του χρόνου, είναι το σημείο της οντολογικής μεταλλαγής του Άνθρωπου και η αρχή της βίωσης ενός άλλου χρόνου.
Ωστόσο, αν περάσουμε από τη φιλοσοφία στην κοινωνιολογία και τις κοινωνικές δομές, θα δούμε ότι εντός ορισμένων κοινωνικοιστορικών πλαισίων η κρίση μπορεί απεκδυθεί τη στιγμιαία φύση της και να “απλωθεί” εντός μιας μακράς συνάρθρωσης χρονικοτήτων. Σε αυτό το άρθρο, επιχειρηματολογώ ότι η η “κρίση” του 2008 δεν έχει βιωθεί ακόμα καθ’ολοκληρίαν στην Ελληνική κοινωνία, λόγω του τρόπου που οι παλαιότερες γενιές συνδέονται με τις παραγωγικές γενιές. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνικής δομής έγκειται στην λειτουργία της διαγενακότητας κατά την αναπαραγωγή της, ήτοι στην ταυτόχρονη παρουσία του παρελθόντος και του μέλλοντος σε κάθε κρισιακό παρόν. Αυτό που έκανε η κρίση είναι να εναποθέσει το διαβρωτικό υλικό στους κρίκους των αλυσίδων αυτής της συνάρθρωσης έτσι ώστε στο μέλλον, ένα παρόν να απομονωθεί ως όντος-παρόν, δηλαδή, το “τώρα” της κρίσης. Λόγω των ιστορικά καθορισμένων κοινωνικών δομών της, η Ελληνική κοινωνία θα βιώσει την κρίση που πέρασε όπως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη σχέση του ήχου της αστραπής με τη λάμψη της, σε μια καταιγίδα: καθυστερημένα.
Η ελληνική οικονομία ήταν, είναι, και αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά κυρίως στο πολιτικό επίπεδο, θα είναι μη βιώσιμη. Το χρέος ως ποσοστό επι του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο από ότι στην αρχή της κρίσης ενώ η χώρα συνεχίζει να μην παράγει ουσιαστικά τίποτα. Παρά τις εκκωφαντικές διακηρύξεις της κυβέρνησης για οργασμό επενδύσεων, αυτές είναι ελάχιστες και αφορούν κυρίως μη παραγωγικούς τομείς (real estate). Μια βόλτα στους δρόμους τόσο της πρωτεύουσας όσο και της επαρχίας αρκεί για να καταλάβει κανείς ποιοι τομείς απορροφούν την εργασία στην Ελλάδα σήμερα. Μικρές επιχειρήσεις εστίασης που ζητούν ντελίβερι, σούπερ μαρκετ, και φυσικά, ο τουρισμός. Μια οικονομία κατανάλωσης που στηρίζεται σε ήδη παραχθέν χρήμα δεν είναι παρά μια ωρολογιακή βόμβα που μετρά χρόνια τώρα αντίστροφα.
Τι θα αλλάξει όμως στα επόμενα χρόνια σε σχέση με αυτό που γινόταν πάντα και γιατί αυτό το μοντέλο θα καταρρεύσει; Σε ότι ακολουθεί επιχειρώ μια πρόβλεψη για τη μορφή που θα πάρει η “κρίση” όταν πραγματικά χτυπήσει τη χώρα.
Θεσμοί προσαρμοσμένοι σε άτυπες μορφές προστασίας χωρίς άτυπες μορφές προστασίας
Είναι κοινός τόπος ότι η Ελλάδα δεν ανέπτυξε ποτέ δομές κοινωνικού κράτους σύμφωνες με τη νεωτερική εννοιολόγηση του πολίτη, δηλαδή θεσμούς που να στοχεύουν στο άτομο ως αδιαφοροποίητη και ανεξάρτητη οντότητα. Όπως έχει δείξει ο Αμερικάνος πολιτικός επιστήμονας Edward Banfield (1953) αλλά και μια σειρά κλασσικών εθνογραφικών μελετών γύρω από τη Μεσόγειο, σε κοινωνίες όπως η ελληνική, το άτομο θεωρείται εξ αρχής ενταγμένο τουλάχιστον στην πυρηνική οικογένεια, η οποία έχει και την κύρια ευθύνη της αναπαραγωγής του. Η προτεραιότητα του Οίκου έναντι του ατόμου και των σχέσεων εξάρτησης έναντι των ορθολογικών συνδέσεων με την πολιτεία και την κοινωνία οδηγεί συχνά σε απόσταση, ακόμα και αντιπαράθεση, της οικογένειας με το κράτος, και ως εκ τούτου σε αδύναμους θεσμούς κοινωνικής προστασίας «από τα πάνω». Έτσι, έχουμε αντί για παιδικούς σταθμούς, φροντίδα από τους συνταξιούχους παππού και γιαγιά, αντί για πολιτικές στέγασης, πολιτισμικές πρακτικές μεταβίβασης ιδιόκτητης κατοικίας με στόχο τη διαγενακή συνέχεια, αντί για πολιτικές στήριξης της ανεργίας, εγχρήματη αλληλεγγύη από τις παλαιότερες προς τις νεότερες γενιές, εντός του οικογενειακού πλαισίου. Με άλλα λόγια, η άτυπη αλληλεγγύη, δηλαδή αυτή που βασίζεται στις άμεσες, μη διαμεσολαβήμένες από το κρατικούς θεσμούς μορφές, παγιώθηκε καλώς ή κακώς στην Ελλάδα ως δομή, δηλαδή πρότυπο αυθόρμητης λειτουργίας και ισορροπίας του κοινωνικού βίου.
Το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε προ της ανάδυσης μιας κρίσιμης αναντιστοιχίας. Βιώνουμε τη μετάβαση προς μια εποχή που από τη μία το μοντέλο αυτό δεν θα είναι πια βιώσιμο ενώ από την άλλη οι επίσημοι θεσμοί δεν κινούνται προς την προσαρμογή στα νέα δεδομένα αλλά συνεχίζουν την παλιότερη (μη) λειτουργίας τους. Ας ξεκινήσουμε από το βασικό στοιχείο άτυπης προστασίας που επέτρεψε εν πολλοίς την κοινωνική αναπαραγωγή τον καιρό της κρίσης. Το ιδιόκτητο σπίτι. Το σπίτι στο ελληνικό πλαίσιο ήταν διαχρονικά ένας παράγοντας διαγενεακής αλληλεγγύης, πολιτισμικό σημαίνον οικογενειακής προκοπής και καλής γονεικότητας (να αφήσω ένα σπίτι στα παιδιά μου και ας δουλεύω σα σκυλί δε λέγαν οι παλιοι;) H λειτουργία αυτού του πολιτισμικού θεσμού είναι ιδιαίτερα εμφανής σε περιόδους παρατεταμένης υψηλής ανεργίας ή πληθωρισμού, όταν οι νέοι δίχως ιδιόκτητη κατοικία ή φιλοξενία στο πατρικό δεν θα μπορούσαν να πληρώνουν ενοίκιο.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο κρίσιμες εξελίξεις που εκκινούν στην εποχή των μνημονίων και που στο άμεσο μέλλον θα απειλήσουν τη συνέχεια αυτής της λειτουργίας. Πρώτον, τα πολύ υψηλά ποσοστά αποποίησης κληρονομιάς που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια. Όπως αναφέρει ο ανθρωπολόγος Daniel Knight (2018), οι δυσβάσταχτοι φόροι κληρονομιάς σε συνδυασμό με τα χαμηλά εισοδήματα της νέας γενιάς οδηγούν πολλούς νέους στο να μην αποδεχτούν τη μεταβίβαση του πατρικού σπιτιού, διακόπτοντας έτσι συμβολικά και υλικά την οικογενειακή συνέχεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αφενός τα ακίνητά να στέλνονται προς τη μεριά των ξένων κεφαλαίων και αφετέρου τα υποκείμενα και οι μελλοντικοί τους απόγονοι να ρίχνονται στην κοινωνική αρένα ως «άτομα», χωρίς σχέσεις εξάρτησης και βοήθειας, δίχως το «μαξιλαράκι» ασφαλείας που ένα ιδιόκτητο σπίτι προσέφερε.
Δεύτερον, τα πλαίσια νόμων που σταδιακά απεκδύουν την «ιερή» για τους Έλληνες πρώτη κατοικίας από την νομική προστασία από τις κατασχέσεις. Όλοι γνωρίζουμε και συζητάμε τις επιθετικές πολιτικές των funds και των τραπεζών που τα τελευταία χρόνια, που με την νομοθετική βοήθεια των μνημονιακών κυβερνήσεων, έχουν προχωρήσει σε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας.
Αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτών των δύο παραγόντων είναι η σημαντική πτώση του ποσοστού της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα. Ελάχιστα συζητιέται στη δημόσια σφαίρα ότι αυτή τη στιγμή συντελείτε μία δομική διαδικασία υφαρπαγής (dispossession) ακίνητης περιουσίας από παίκτες τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού, που θα οδηγήσει στον μαρασμό της άτυπης κοινωνικής μορφής προστασίας. Ταυτόχρονα, οι πολίτες θα είναι διπλά έκθετοι διότι το ελληνικό κράτος, μην έχοντας παραστάσεις δυτικού κοινωνικού κράτους (welfare state) δεν ανέπτυξε know how σε ότι αφορά πολιτικές εργατικής κατοικίας. Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ποτέ ολόκληρα προάστια με χρηματοδοτούμενες κατοικίες για χαμηλά εισοδήματα, όπως για παράδειγμα τα counsil houses στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ και ο όποιος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας υπήρχε καταργήθηκε στα πλαίσια των μνημονιακών πολιτικών. Πέρα από το σπίτι, η χρηματική στήριξη των επόμενων γενεών από τις προηγούμενες θα είναι όνειρο θερινής νυκτός, δεδομένου ότι στο άμεσο μέλλον η «παλαιά» γενιά που θα πρέπει να στηρίξει θα είναι οι μιλένιαλς, δηλαδή η γενιά της κρίσης. Τι θα σημάνουν όλα αυτά στο μεσοπρόθεσμο μέλλον για την αναπαραγωγή των χαμηλών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας;
Το τέλος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων
Ένα ακόμα ο χαρακτηριστικό της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας που σταδιακά αποδομείται είναι η λειτουργία μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων. Αυτή η πανσπερμία μαγαζιών εμπορίου και υπηρεσιών, επιζούσε χάριν της υπορρητης συμφωνίας με το κράτος που επέτρεπε τη φοροδιαφυγή και τη μαύρη εργασία σε αντάλλαγμα την απορρόφηση μικρού αριθμού ανειδίκευτων εργαζομένων, που σε απουσία βαριάς βιομηχανίας ή άλλων συγκεντρωτικών επιχειρήσεων, θα έμεναν χωρίς απασχόληση. Ωστόσο, μια σειρά πολιτικών δείχνει ότι αυτή η στρατηγική, εκπορευόμενη από την εν πολλοίς αποτυχημένη συγκέντρωση κεφαλαίου σε λίγες και μεγάλες επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκε ήδη από τον 19ο αιώνα στο καπιταλιστικό κέντρο, δεν θα γίνει ανεκτή για πολύ ακόμα.
Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για την εποχή των μνημονίων ως η εποχή της μεγάλης απορρύθμισης της εργασίας (Κουζής 2022).Πάρα ταύτα, στο πεδίο των μικρών επιχειρήσεων, η εθνογραφική έρευνα έχει δείξει μια αρκετά διαφορετική εικόνα. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, οι μηχανισμοί ελέγχου της εργασίας στην ουσία εντάθηκαν από την εποχή της κρίσης και έπειτα, παρά αποδυναμώθηκαν. Όπως μας είπαν αρκετοί πληροφορητές σε σχετική έρευνα (Poulimenakos et al 2021), τη δεκαετία του ‘90 σπανίως έβλεπες επιθεωρητή εργασίας ενώ η ανασφάλιστη εργασία μεσουρανούσε στις επιχειρήσεις εστίασης και οι όροι εργασίας κανονίζονταν «στο μιλητό» μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη. Σήμερα, η κυρίαρχη τακτική των εργοδοτών είναι να αποδίδουν ένσημα ημιαπασχόλησης και να προχωρούν σε πλήρη απασχόληση, ακριβώς επειδή οι έλεγχοι και τα νομοθετικά πλαίσια έχουν γίνει αυστηρότερα. Άμα αναλογιστούμε δε και τις νέες μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό που στοχεύουν στην πάταξη της φοροδιαφυγής, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η κρίση έφερε μια «ρυθμισμένη-απορρύθμιση», μια απορρύθμιση που βασίζεται στους ορθολογικούς κανόνες της αγοράς και στοχεύει στην εκκαθάριση του επιχειρηματικού τοπίου και όχι μια απορρύθμιση βασισμένη σε πολιτισμικούς κανόνες άτυπης ταξικής συμμαχίας και κοινωνικών σχέσεων.
Εν τη απουσία λοιπόν μιας σοβαρής παραγωγικής εναλλακτικής, που ακριβώς θα δουλεύουν οι άνθρωποι στις επόμενες δεκαετίες και με τι όρους;
Η κλιματική κρίση ως απειλή για τον τουρισμό.
Ο μόνος παραγωγικός τομέας που πιθανόν ξέρουμε που βαδίζουμε είναι φυσικά ο τουρισμός. Αποκαλούμενος και ως «βαριά βιομηχανία της Ελλάδας», ο τουρισμός είναι ο πιο σταθερός και ξεκάθαρος παραγωγικός προσανατολισμός που έχει η χώρα. Παρολαυτα, τα ανησυχητικά, παρατεταμένα κύματα καύσωνα των τελευταίων χρόνων, αρχίζουν να στρέφουν ακόμα και τους δυτικούς τουρίστες προς πιο βόρειους προορισμούς. Ακόμα και δίπλα στη θάλασσα, παρατεταμένες θερμοκρασίες άνω των 43 βαθμών υποβαθμίζουν σημαντικά το τουριστικό προϊόν. Δεδομένου ότι τα καλοκαίρια θα γίνονται όλο και θερμότερα, ίσως ακόμα και αυτός ο τομέας σε 20 χρόνια να είναι ιδιαιτέρως επισφαλής ως προς την εξασφάλιση κρατικών εσόδων, με τον τουριστικό χάρτη να αλλάζει άρδην.
Κρισιακή ευθυγράμμιση
Πέρα και από τα καθόλου αισιόδοξα μηνύματα αυτού του άρθρου, το πιο ανησυχητικό κατά τον γράφοντα είναι ότι οι επι μέρους μετασχηματισμοί θα συμπέσουν χρονικά. Το τέλος της διαγενεακής φύσης της κοινωνικής αναπαραγωγής, η κατάρρευση του μοντέλου των μικρών επιχειρήσεων και οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην ελληνική οικονομία θα φέρουν την πραγματική κρίση πριν το 2050, χωρίς καμία πολιτική δύναμη να το συνειδητοποιεί και να επεξεργάζεται λύσεις. Γι’ αυτόν το λόγο, οι πραγματικά ριζοσπαστικές πολιτικές προτάσεις σήμερα, είναι πρωτίστως αναγκαιότητα και όχι Ιδεολογία.
Βιβλιογραφικες αναφορές
Banfield, E. C. (1958). The Moral Basis of a Backward Society. Free Press.
Knight, D. (2018). “The desire for disinheritance in austerity Greece”. Focaal, issue 80.
Κουζής, Γ. (2022) Η Μεγάλη Εργασιακή Απορρύθμιση. Αθήνα: Τόπος
Poulimenakos, G., Della Puppa, A. G., Alexandridis, A., Pavlopoulos, D., & Dalakoglou, D. (2021). “The Greek Crisis Ends here Tonight”: A Qualitative Study of Labor Market Deregulation in Greece Beyond the “Crisis” Paradigm. Journal of Labor and Society, 24(2), 261-281. https://doi.org/10.1163/24714607-bja1000
Leave a Reply