Μαρί-Ελιζαμπέτ Αντμάν (Marie-Elisabeth Handman) (1942-2025) ήταν κοινωνική ανθρωπολόγος της σύγχρονης Ελλάδας, καθηγήτρια στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (École des Hautes Études en Sciences Sociales) στο Παρίσι, με ερευνητικό πεδίο την Ελλάδα και επιτόπιες εθνογραφικές έρευνες στη Θεσσαλία και στη Χαλκιδική. Υπήρξε μεγάλη φίλη της Ελλάδας, με έντονη παρουσία στην αντιδικτατορική δράση των Ελλήνων και των Ελληνίδων στο Παρίσι, μέλος του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ακούραστη διανοήτρια φεμινίστρια.
Επέβλεψε διδακτορικές διατριβές με ελληνικά θέματα, συντόνισε σεμινάρια και ερευνητικές ομάδες, πρόσφερε γενναιόδωρες συμβουλές και καθοδήγηση, ενώ συνέβαλε στην επιστημονική πορεία πολλών Ελλήνων και Ελληνίδων, που σχετίστηκαν με τον γαλλικό στοχασμό (ή σπούδασαν στη Γαλλία). Το βιβλίο της «Βία και πονηριά – Γυναίκες και άντρες σ’ ένα ελληνικό χωριό», που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1987 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, συνιστά την πρώτη δημοσιευμένη στα ελληνικά εθνογραφική μελέτη για τις έμφυλες εξουσιαστικές σχέσεις.
Η Αντμάν εισάγει στο έργο της το ερμηνευτικό πλαίσιο της ανδρικής κυριαρχίας, το οποίο αναλύει με εργαλεία από τις σπουδές για τη συγγένεια, τον μαρξιστικό υλισμό και την ψυχανάλυση, σε συνεχή διάλογο με τον υλιστικό φεμινισμό της εποχής. Παρουσιάζει τις πολλές τροπικότητες της ανδρικής κυριαρχίας στον ελληνικό αγροτικό χώρο: ζήλια ανάμεσα στους αδελφούς, υποχρεωτικοί γάμοι, ζήλια ανάμεσα στα νοικοκυριά, βάναυση σεξουαλικότητα με αποκλεισμό της γυναικείας απόλαυσης, ανισότητα ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια στη μεταβίβαση της περιουσίας, αποκλειστική χρήση της προίκας από τους άντρες.
Μας έδειξε ότι η βία και η πονηριά μπορούν να είναι χαρακτηριστικά όχι μόνο των ανδρών, αλλά και των γυναικών: και ενώ οι άνδρες ασκούν βία, όχι μόνο στις γυναίκες αλλά και σε άλλους άντρες, ακολουθώντας κοινωνικές ιεραρχήσεις και ταξικές διακρίσεις, οι γυναίκες ασκούν βία σε παιδιά και εξαρτημένα άτομα ως αντίδραση στις διακρίσεις που οι ίδιες υφίστανται.
Η γυναικεία πονηριά απευθύνεται στους άνδρες αλλά και σε άλλες γυναίκες, ειδικά όταν γίνεται εργαλείο ανταγωνισμού και ζήλιας. Η βία, η πονηριά και τα ψέματα συνδέονται τόσο με τις υλικές συνθήκες, το κοινωνικο-πολιτικό σύστημα του αγροτικού κόσμου στην καπιταλιστική οικονομία όσο και από τη θρησκευτικοπολιτισμική αντίληψη περί γυναικείας κατωτερότητας.
Στην εθνογραφική έρευνά της στη Χαλκιδική, μελετάει τον τρόπο με τον οποίο η γυναικεία πρακτική της ύφανσης προσδίδει γόητρο στις γυναίκες, παρότι προτεραιότητα στη μεταβίβαση της περιουσίας και των συμβολικών είχαν οι άνδρες. Συμμετέχει έτσι στη συζήτηση της εποχής σχετικά με την εξάρτηση της έμφυλης αξίας από τις υλικότητες και την πρόσβαση σε αυτές, ανάλογα με το επικρατούν εθιμικό δίκαιο και το νομικό πλαίσιο, σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και τόπο. Με τον τρόπο αυτό έπαιρνε αποστάσεις από τη γενικευτική αντίληψη της απαράλλαχτης πατριαρχίας και τους αναχρονισμούς που τη συνοδεύουν στη φεμινιστική ρητορική της εποχής, θέτοντας εαυτήν σε κριτική, αναστοχαστική και περιθωριακή θεσιακότητα.
Από το 2000 και μετά, το ενδιαφέρον της για τη μελέτη της σεξουαλικότητας ως αναπόσπαστο μέρος της ανδρικής κυριαρχίας την οδήγησε να ασχοληθεί με τις πολιτικές για την πρόληψη του ΑΙDS και τη σεξουαλική εργασία. Ειδικότερα, το 2002 έπειτα από πρόκληση του Δήμου του Παρισιού, συντόνισε [σε συνεργασία με την πολιτική επιστημόνισσα Μοσί-Λαβό (Mossud-Lavau)] τη μεγάλη έρευνα για τη σεξουαλική εργασία στο Παρίσι και στα περίχωρα.
Με μια σημαντική διεπιστημονική ομάδα κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων και γεωγράφων και με τα εργαλεία της ποιοτικής έρευνας (συνεντεύξεις, επιτόπια παρατήρηση, συμμετοχή σε δράσεις ΜΚΟ, ομάδες εστίασης κ.λπ.) ανέδειξε την πολυπλοκότητα της σεξουαλικής εργασίας, τα εμπλεκόμενα μέρη (προαγωγούς, αστυνομία, πελάτες, διακινητές) και κυρίως έδωσε έμφαση στον λόγο των σεξεργατριών και των σεξεργατών.
Συμμετείχε ενεργά στη δημόσια διαμάχη σχετικά με το αν η σεξουαλική εργασία μπορεί να αντιμετωπιστεί ως εργασία και το κατά πόσο η πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών μπορεί να συγκριθεί με την πώληση της εργατικής δύναμης στις βιομηχανίες παραγωγής. Οπως έλεγε: το συνεχές «εμπόριο ανθρώπων – πέρασμα των συνόρων – σεξουαλική εργασία» εμποδίζει την κατανόηση των συνθηκών εργασίας μιας ομάδας του πληθυσμού, οδηγεί σε απαγορευτικές προτάσεις, που τις διακρίνει από τις καταργητικές (με τις οποίες επίσης διαφωνεί) και ανοίγει τον δρόμο στις μαφίες και σε μορφές δουλείας.
Τα σεμινάριά της στην École des Hautes Études en Sciences Sociales ήταν χώροι διεθνούς ανταλλαγής, συνεχούς επιστημονικής ανανέωσης, τολμηρής κριτικής, αληθινά εργαστήρια καινοτομίας. Σε μια εποχή που οι Σπουδές Φύλου δεν είχαν αποκτήσει τη θεσμική κατοχύρωση που διαθέτουν σήμερα, το ερευνητικό και διδακτικό της έργο, αλλά κυρίως το πολιτικό της ήθος και η στάση της άνοιξαν δρόμους-οδηγούς για εμβάθυνση και κριτικές επιστροφές στο επίμαχο ζήτημα της «πατριαρχίας», ως μήτρα συνάρθρωσης πολλαπλών κυριαρχιών και παλίμψηστων σχέσεων εξουσίας (κατά περίσταση), που χρήζουν όλο και περισσότερο σήμερα αποδόμησης και αποκαθήλωσης παγκοσμίως.
Εν κατακλείδι, το επιστημονικό έργο της Μαρί-Ελιζαμπέτ Αντμάν, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα, συμβάλλει δυναμικά στις συζητήσεις περί φεμινιστικών μεθοδολογιών: κριτική στην αντικειμενικότητα και στην ουδετερότητα της επιστημονικής γνώσης με την ένταξη της θεσιακότητας, έμφαση στην τοπική και χρονική διάσταση για την κατανόηση των υλικών συνθηκών, προσοχή στην πολλαπλότητα των λόγων που παράγονται στο πεδίο, συνεχής θεωρητική πλαισίωση με κριτική στοχοθεσία.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Γράφουν οι:
Μαίρη Λεοντσίνη, Καθηγήτρια ΕΚΠΑ,
Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Καθηγήτρια ΠΑΜΑΚ