του Κωστή Καλαντζή (Επίκουρος καθηγητής ανθρωπολογίας, τμήμα Πολιτισμού και Δημιουργικών Μέσων και Βιομηχανιών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.)
Για τις Ευρωπαϊκές ημέρες ανθρωπολογίας όπου η ιστοσελίδα του ΣΚΑΕ γίνεται κόμβος ανθρωπολογικών στοχασμών και εθνογραφικού υλικού πάνω στο ερώτημα «Η ανθρωπολογία είναι εδώ;», αναρτώ δύο συνδέσμους και λίγες πληροφορίες για δύο εθνογραφικές ταινίες, την «Αδύνατη Αφήγηση» (2021) και το «Ραβδοσκοπώντας το Παρελθόν» (2014) με σκοπό την προώθηση της ανθρωπολογικής συζήτησης .
Και οι δύο ταινίες φτιάχτηκαν στο πλαίσιο μακρόχρονης επιτόπιας έρευνας στα Καλάβρυτα και στο Νέο Μοναστήρι αντίστοιχα. Και οι δύο μοιράζονται ένα βασικό χαρακτηριστικό: έγιναν ως απάντηση σε αίτημα των συνομιλητών μου και όχι πρωτογενώς ως φιλμικό εγχείρημα. Προϋπήρχε μία εθνογραφία και επαφή μαζί τους δηλαδή, και το φιλμ ήταν μία από τις πολλές συνδιαλλαγές και «περιπέτειες» που προέκυψαν στη σχέση μου μαζί τους. Αυτό εν μέρει εξηγεί το ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μία απλή σύλληψη και ακόμα πιο απλή εκτέλεση που υπολείπεται τεχνικών που ίσως θα έκαναν το υλικό πιο ελκυστικό (κοντινά πλάνα, άρτιος φωτισμός, κλπ). Εδώ εμμέσως παραπέμπω σε μία μεγάλη συζήτηση περί αισθητικής στην ανθρωπολογία: Το βασικό ερώτημα είναι το πώς η φροντίδα του αισθητικού συνάδει με την ανθρωπολογική προβληματική και πώς συνδέεται αντίστοιχα με παραμέτρους όπως η απόλαυση, που ενώ είναι κομμάτι της κινηματογραφικής φόρμας βρίσκεται στο περιθώριο του ανθρωπολογικού εγχειρήματος (ιδίως για ζητήματα που θεωρούμε πολιτικά κρίσιμα, τραυματικά κοκ). Στο παραπάνω ερώτημα αξίζει να προσθέσουμε το ότι στην παραγωγή μιας εθνογραφικής ταινίας η φροντίδα του αισθητικού συνεπάγεται συγκεκριμένες επιλογές που αφορούν και επηρεάζουν τελικά την ίδια την εθνογραφική διαδικασία: θα υπάρχει προσωπικό με δεύτερη κάμερα και μικρόφωνα (σκεφτείτε την επίδραση του στη σχέση με ανθρώπους στο πεδίο); Που θα στηθεί η κάμερα; θα διαλέγονται τοποθεσίες με «καλό» φωτισμό αντί αυτών που προέκυψαν πχ. σε μια αυθόρμητη συζήτηση;
Και οι δύο ταινίες έχουν υπάρξει χρήσιμες με τρόπους που δεν μπορούσα να φανταστώ στην φάση των γυρισμάτων τους. Καταρχάς σαν υλικά αντικείμενα (πχ. σαν ένα DVD με εξώφυλλο) έχουν μπει στο δίκτυο των ανταλλαγών μεταξύ εμού και των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν (ιδίως στο «Ραβδοσκοπώντας», αφού στην «Αδύνατη Αφήγηση» το DVD σαν φόρμα είχε ήδη γίνει σπάνιο στην αγορά πια). Αυτή η διαδικασία δώρου μας είναι οικεία στην εθνογραφία καθώς κινούμαστε μεταξύ του εθνογραφικού πεδίου και της φυγής μας από το πεδίο, η οποία συχνά είναι φορτισμένη με θλίψη, ανησυχία για την σχέση που αφήνουμε πίσω έως και ενοχή για αυτό το συναισθηματικό σύμπαν που αφήνουμε(1). Ένα DVD ως προσφορά στους συνομιλητές/τριες μας και αντίστοιχα μια φωτογραφία των ιδίων από παλιότερη επαφή μας, γίνεται απτός τρόπος έκφρασης ευγνωμοσύνης για την δοτικότητα και εμπλοκή των ανθρώπων αυτών και μπορεί να ενέχει την επιθυμία υπενθύμισης σε αυτούς να μην εγκαταλείψουν το δεσμό τους με εμάς. Και αυτό το δώρο μπορεί να μας δώσει μάλιστα την αίσθηση ότι προσφέραμε κάτι χρήσιμο, το οποίο δεν προκύπτει αντίστοιχα με τη δημοσίευση ενός κειμένου, πχ. σε επιστημονικό περιοδικό. Όταν επικοινώνησαν μαζί μου τα εγγόνια ενός πρωταγωνιστή για πρόσβαση στην ταινία ώστε να παίξουν αποσπάσματα στην κηδεία του παππού τους, ένοιωσα συγκίνηση και μία αίσθηση ανταπόδοσης για την συνομιλία μου με τον παππού. Επίσης σαν αντικείμενα, οι ταινίες, κάνουν πιο σαφή το ρόλο και την προβληματική μας σε εκείνους πέρα από τη (συχνά μη-προσβάσιμη) γλώσσα του επιστημονικού πεδίου μας. Την πρακτική της επιστροφής φωτογραφιών την έχω κάνει κατεξοχήν στην έρευνα μου στα Σφακιά(2) για την οποία δεν θα μιλήσω εδώ, αλλά αξίζει να αναφέρω ότι ο στοχασμός γύρω από το γιατί μου ήταν σημαντικό το να δώσω πίσω αυτές τις εικόνες με βοήθησε να καταλάβω τη σχέση Σφακιανών και πρώιμων τουριστών που σε μεγάλο βαθμό συνέβη γύρω από φωτογραφίες που δώριζαν οι επισκέπτες ανά τα χρόνια(3).
Και οι δύο ταινίες καταπιάνονται με ένα ζήτημα που είναι εμπεδωμένο στην ελληνική κοινωνική αισθητική: την αφήγηση από γεροντότερους γεγονότων του παρελθόντος που τα θεωρούν οι ίδιοι επώδυνα. Εν προκειμένω οι πρωταγωνιστές μιλάνε και σκέφτονται για τον Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) και τη Σφαγή των Καλαβρύτων του 1943 από το Γερμανικό Στρατό. Η εμπλοκή με το ιστορικό παρελθόν σαν τρόπος διαπραγμάτευσης της κοινωνικής ζωής στο σήμερα είναι κάτι που έχει μελετηθεί εκτενώς στην εθνογραφία της Ελλάδας(4). Και οι δύο ταινίες αναφέρονται στη δεκαετία του 1940 που για ανθρώπους που μεγάλωσαν τη δεκαετία του 1980 ήταν, θα λέγαμε, πρωταρχικό υλικό της επαφής μας με παππούδες και γιαγιάδες και που μάλιστα ως εποχή αναφοράς αναφορά αναβίωσε την περίοδο μετά την αρχή των μέτρων λιτότητας/μνημονίων του 2010 σε πληθώρα πεδίων: από πολιτικούς σχολιασμούς που έφερναν στο προσκήνιο φαινόμενα όπως ο δωσιλογισμός ως και αστεία που πατούσαν στην αναλογία μεταξύ Γερμανίας ως κατακτητή και ως επιτηρητή μέτρων λιτότητας(5). Το γεγονός ότι η αφήγηση για το 1940 είναι κοινωνικά εμπεδωμένη κατέστησε και τις δύο ταινίες βοηθητικές για εμένα στη διδασκαλία μαθημάτων ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μάλιστα σε ένα τμήμα (Πολιτισμού και Δημιουργικών Μέσων και Βιομηχανιών) όπου φοιτήτριες και φοιτητές δεν έχουν εκ των προτέρων κάποια σχέση με την ανθρωπολογία. Παρατηρώ πάντα αντανακλαστικά των παιδιών που ταυτίζουν τους πρωταγωνιστές με τη φιγούρα του παππού (και με όρους μεταβίβασης τους εαυτούς τους ως εγγόνια). Το ότι ιδίως στην περίπτωση του «Ραβδοσκοπώντας» οι πρωταγωνιστές αστειεύονται ενώ παράλληλα επεξεργάζονται δύσκολες αναμνήσεις, κάνει την ταινία να πυροδοτεί γέλιο σε όποια αίθουσα την έχω δείξει στην Ελλάδα. Μάλιστα μου έγινε σαφές ότι η αντίδραση του γέλιου είναι πολιτισμικά ορισμένη όταν σε αίθουσες που παίχτηκε η ταινία εκτός Ελλάδας (σε Βρετανία, ΗΠΑ και Ελβετία) δεν υπήρξε καμία υπόνοια γέλιου ή στοργικής πρόσληψης των πρωταγωνιστών. Η προβολή αποτελεί ένα εξαιρετικά πυκνό πεδίο για εθνογραφική παρατήρηση και έχει πολιτισμικά ορισμένες δυναμικές, ανάλογα με το πλαίσιο, το κοινό της, κλπ. Για παράδειγμα, η ταινία για τα Καλάβρυτα έχει πυροδοτήσει σε προβολές (ιδίως σε αριστερό φεστιβαλικό κοινό) φωναχτές, επικυρωτικές παρεμβάσεις για τη σημασία της διατήρησης της μνήμης του «τί ήταν ο φασισμός» οι οποίες διαφέρουν όμως από εξίσου έντονες συναισθηματικά αλλά διαφορετικής εκφοράς αντιδράσεις στα Καλάβρυτα με κατοίκους και μέλη του συλλόγου απόδημων.
Οι ταινίες εγείρουν θέματα που συζητάμε παραδοσιακά σε μαθήματα και έρευνες οπτικής ανθρωπολογίας: μπορεί το οπτικό να παράξει ανθρωπολογική θεωρία και αν ναι πώς; Με ποιο τρόπο συγκεκριμένες κινηματογραφικές τεχνικές και αισθητικές επιλογές παράγουν ή αποθαρρύνουν θεωρητικές κατευθύνσεις και αναλύσεις; Και οι δύο ταινίες χρησιμοποιούν αυτό που συμβατικά ονομάζεται αναστοχασμός ή και αυτοστοχασμός: με την έννοια ότι οι θεατές βλέπουν τη διαδικασία της δόμησης της ταινίας και άρα τις ερωτήσεις, τις αμηχανίες, τίς παύσεις και τις άλλες δυναμικές της εθνογραφικής διαδικασίας. Η αναστοχαστική προσέγγιση απέκτησε δημοσιότητα ως κομμάτι της (αυτό)κριτικής της ανθρωπολογίας των δεκαετιών του 1980 (και έπειτα) όπου η διαδικασία της παρατήρησης και της αναπαράστασης αμφισβητήθηκε για τις αξιώσεις απεικόνισης «της πραγματικότητας» και την εξουσία που ενείχε εις βάρος των υποκειμένων της μελέτης. Η διάσημη κριτική του Writing Culture, ωστόσο ήταν εχθρική προς στις κάμερες (τις είδε ως υλοποίηση του βλέμματος που αντικειμενοποιεί) και άφησε εκτός την πιθανότητα ότι μπορούν τα οπτικά μέσα να παράσχουν γόνιμες εθνογραφικές προσεγγίσεις(6). Εδώ αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι ανθρωπολόγοι που ασχολούνται με το φιλμ (πχ. ο Peter Loizos) σχολιάζουν ότι όσοι/όσες εθνογράφοι έπιασαν ποτέ κάμερα στα χέρια τους, ήρθαν πρώιμα αντιμέτωποι με τα ζητήματα που συζητήθηκαν αργότερα από το Writing Culture και αυτό διότι η διαδικασία κινηματογράφησης στο πεδίο σε φέρνει σε επαφή με κρίσιμα προβλήματα ηθικής, ασυμμετρίας, ολοκληρωμένης απεικόνισης και αναπαράστασης-ως-εξουσίας πολύ πιο άμεσα από ότι το κείμενο όπου εκτός των άλλων, τα πρόσωπα έχουν συχνά ψευδώνυμα ενώ σπάνια θα το διαβάσουν(7). Ο αναστοχασμός και οι σχετικές τεχνικές του άφησαν μνημειώδεις ταινίες όπως το Re-Assemblage(8) της Trinh T. Minh-ha το οποίο διακόπτοντας μια κλασική ντοκιμαντερική αφήγηση, ισχυρίζεται ότι αποδομεί την ίδια την ανθρωπολογία (μια στάση την οποία μάλιστα η σκηνοθέτης υποστήριξε τέσσερις δεκαετίες μετά την παραγωγή της ταινίας στο Ethnofest στην Αθήνα το 2022). Φυσικά ο αναστοχασμός έχει με τη σειρά του σωρεία ζητημάτων, όπως το γεγονός ότι προβαίνει σε ένα είδος ηθικής κάθαρσης του σκηνοθέτη που τελικά ίσως θέτει το ρόλο του στο απυρόβλητο αντί να τον αποσταθεροποιεί. Οι προθέσεις των δύο ταινιών εδώ είναι φυσικά πιο μετριοπαθείς σε σχέση με τις παραπάνω ιστορικές συζητήσεις. Βασική στόχευση και στις δύο ταινίες ήταν να φανεί όμως η εθνογραφική δυναμική και να εκτεθεί στο κοινό η ματιά ερευνητή/κινηματογραφιστών και το πώς αυτή η ματιά προκαλεί συγκεκριμένες ερωτήσεις, γωνίες, σχέσεις και φυσικά αποτυχίες και όρια.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό μιας ταινίας συγκριτικά με ένα κείμενο είναι το ότι θεατές έρχονται σε επαφή με τα υποκείμενα με ένα πιο άμεσα αισθητηριακά τρόπο: βλέπουν και βιώνουν σώματα, ήχους και αντικείμενα αντί ανάγνωσης θεωρητικών σχημάτων και περιγραφών. Αυτή η βασική παραδοχή έχει υπάρξει κεντρική σε μία φαινομενολογική παράδοση που ισχυρίζεται ότι η δύναμη του φιλμ είναι ότι «βομβαρδίζει» με υλικότητα αντί να αναπαριστά(9). Θεωρώ ότι ο εν λόγω βομβαρδισμός συμβαίνει ακόμα και όταν μια ταινία είναι γεμάτη από προφορικό λόγο, στο βαθμό που βλέπουμε, ως θεατές, την υλικότητα των προσώπων που μιλούν, τις ειδικές τους εκφράσεις, ακούμε τον τόνο της φωνής τους και συναντάμε την κίνηση τους στο χώρο. Και συνυφασμένο με αυτό είναι και το ότι η πρόσληψη του θεωρητικού λόγου που αποπειράται μία εθνογραφική ταινία (πχ. στο Ραβδοσκοπώντας η σύνδεση μεταξύ σκαψίματος για θησαυρούς και σχέσης με το παρελθόν του Εμφυλίου) γίνεται μέσα από κινηματογραφική αφήγηση, ήχο και εικόνα.
Η εθνογραφική συνέχεια ανθρωπολογικών ταινιών έγκειται στην προβολή τους στο ίδιο το πεδίο. Η «αδύνατη αφήγηση» τροποποιήθηκε, για παράδειγμα, σε «αδιανόητη αφήγηση» σε προβολή στον τόπο προέλευσης της καθώς για τον ήρωα υπήρχε ο κίνδυνος της αραίωσης της σημασίας της σφαγής με τη λέξη «αδύνατος» [δυστυχώς είχε κατατεθεί ως «αδύνατη» ήδη σε άλλα fora]. Η ανησυχία αυτή αντανακλά μια πολιτική στάση που συνάντησα κατά κόρον στα Καλάβρυτα όπου η έμφαση στη βιαιότητα και την αδικία της σφαγής θεωρείται ότι θα δράσει ως αντίδοτο στις πολιτικές «στρογγυλοποίησης» της Γερμανικής κατοχής από θεσμικούς φορείς, κάτι που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με το ρόλο αυτών των θεσμών στη μετα-μνημονιακή Ελλάδα και τις συγκρουσιακές εννοιολογήσεις όρων όπως: (εθνική) αντίσταση, αντάρτικο και τον πιο αμφιλεγόμενο όρο όλων: «τα αντίποινα», όρους που μάλιστα αναβίωσαν στη μετά μνημονιακή εποχή(10) σαν εργαλεία ανάλυσης του παρόντος.
Σε προβολή του «Ραβδοσκοπώντας» σε κοινοτικό χώρο στο χωριό με τους πρωταγωνιστές της, είχε τόση φασαρία από κηπευτικά μηχανήματα, αυτοκίνητα και τρακτέρ που ούτε εγώ ο ίδιος δεν άκουσα μια φράση της ταινίας. Ωστόσο η προβολή, λειτούργησε σε άλλα επίπεδα μοιράσματος ενός κοινού «χώρου» και ανέδειξε αισθητηριακές πτυχές της δημόσιας κουλτούρας της περιοχής, προβληματοποιώντας την έννοια της κινηματογραφικής θέασης ως κάτι που γίνεται μονάχα σε ένα συγκεκριμένο (σιωπηλό, συγκεντρωμένο) κινηματογραφικό περιβάλλον. Ελπίζω οι ταινίες να βρουν και από εδώ διαφορετικά πλαίσια θέασης και να γίνουν αφορμές για σκέψη (ίσως και τέρψη και ταύτιση) πάνω σε ζητήματα εθνογραφίας, κινηματογραφικής καταγραφής και μνήμης.
(1)Περί ενοχής κατά την απόσυρση από το πεδίο βλ. High, Holly. 2011. “Melancholia and Anthropology.” American Ethnologist 38 (2): 217–233
(2)βλ. Kalantzis, Konstantinos 2019. Tradition in the Frame: Photography, Power and Imagination in Sfakia, Crete. Bloomington: Indiana University Press.
(3)Βλ. σχετικά το κείμενο μου «Βοσκοί και Βοθρακοί: Τουρισμός, Φωτογραφία και Νεωτερικότητα στα Σφακια» στο Ταξίδια Χωρίς Προορισμό, Δ. Νάζου, Μ. Νικολακάκης, Μ. Τζανάκης (επιμ.), Αθήνα: Νήσος και το κείμενο Kalantzis, Konstantinos. 2023. “Photography, citizenship, and accusatory memory in the Greek Crisis”. Στο Citizens of photography: the camera and the political imagination. Christopher Pinney and Photodemos Collective, eds. Pp. 150–191. Durham, NC: Duke University Press. Προσβάσιμο στο: https://read.dukeupress.edu/books/book/3232/Citizens-of-PhotographyThe-Camera-and-the.
(4) βλ. για παράδειγμα, Sutton, David E. 1998. Memories Cast in Stone: The Relevance of the Past in Everyday Life. Oxford: Berg και Stewart, Charles. 2012. Dreaming and Historical Consciousness in Island Greece. Cambridge, MA: Harvard University Press.
(5) Βλ. Kalantzis, Konstantinos. 2015. “‘Fak Germani’: Materialities of Nationhood and Transgression in the Greek Crisis.” Comparative Studies in Society and History 57 (4): 1037–1069 και Knight, Daniel. M. 2015. History, Time, and Economic Crisis in Central Greece. New York: Palgrave Macmillan.
(6) Pinney, Christopher. 2011. Photography and Anthropology. Reaktion, Λονδίνο.
(7) Loizos, P. (1997), «First Exits from Observational Realism: Narrative Experiments in Recent Ethnographic Films», στο M. Banks – H. Morphy (επιμ.), Rethinking Visual Anthropology. Yale University Press, ΝιουΧέιβεν– Λονδίνο, σ. 81-104
(8) https://en.wikipedia.org/wiki/Reassemblage_(film)
(9) βλ. MacDougall, David. 2006. The Corporeal Image: Film, Ethnography and the Senses. Princeton University Press, Πρίνστον.
(10) Για μια ανάλυση των εν λόγω δυναμικών στα Καλάβρυτα και το Δίστομο, βλ. Kalantzis, Konstantinos. 2023. “Photography, citizenship, and accusatory memory in the Greek Crisis”. Στο Citizens of photography: the camera and the political imagination. Christopher Pinney and Photodemos Collective, eds. Pp. 150–191. Durham, NC: Duke University Press. Προσβάσιμο στο: https://read.dukeupress.edu/books/book/3232/Citizens-of-PhotographyThe-Camera-and-the και το κείμενο “Α clash over history and/as representation”: https://gc.fairead.net/a-clash-over-history
Περιλήψεις και σύνδεσμοι ταινιών:
* Dowsing the Past: Materialities of Civil War Memories
Ραβδοσκοπώντας το Παρελθόν: Υλικότητες Μνήμης του Εμφυλίου
Το «Dowsing the Past» (Ραβδοσκοπώντας το Παρελθόν) είναι ένα ντοκιμαντέρ που διερευνά τη σχέση μεταξύ μνήμης και υλικού πολιτισμού στη σύγχρονη Θεσσαλία. Η ταινία επικεντρώνεται στο ταξίδι πουέκαναν δύο άντρες από το Νέο Μοναστήρι μαζί με τρεις κινηματογραφιστές από την Αθήνα. Η παρέα ταξίδεψε από το Θεσσαλικό κάμπο στο «Μουσείο Εθνικής Αντίστασης Ρεντίνας», αναζητώντας ίχνη των αδελφών των Νέο Μοναστηριωτών οι οποίοι χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Στο δρόμο ψηλαφούν το τοπίο για χαμένες λίρες, μνήμες και αντικείμενα του παρελθόντος.
Η έρευνα έγινε στα πλαίσια του προγράμματα Αρχαιολογίας και Αρχαιολογικής Εθνογραφίας Κουτρουλού Μαγούλα.
‘Dowsing the Past’ is an ethnographic film about memory and material culture in Thessaly, Greece. It is centered on a journey undertaken by two local men, along with a visual anthropologist, and two cinematographers. The men drove from the plain of Thessaly to the ‘National Resistance Museum’ in Rentina, hoping to find anything related to the biographies of the local men’s siblings, lost during the Greek Civil War. The film explores indigenous geographies of imagination, and the complex entanglements of browsing the landscape, and remembering local and global histories. ‘Dowsing the Past’ also investigates the dynamics of ethnographic encounter emerging in the meeting between young Athenian urbanites and senior local men in Thessaly.
LINK: https://youtu.be/7wNqNEsDEQo?si=QCAcfeHrGX9y6a4v
H αδύνατη αφήγηση: Μνήμη και φωτογραφία της σφαγής των Καλαβρύτων
Η αδύνατη αφήγηση διερευνά μνήμες της σφαγής που διαπράχθηκε από το στρατό της Βέρμαχτ το 1943 στα Καλάβρυτα. Η ταινία είναι επικεντρωμένη στον επιζώντα Γιώργο Δημόπουλο και την αφήγηση του της μέρα της σφαγής την οποία έζησε ως 13-χρονο αγόρι που από τύχη γλίτωσε την εκτέλεση. Ο Δημόπουλος προσκαλεί σκηνοθέτη και κοινό σε ένα περίπατο στον οποίο αναβιώνει τα βήματα που έκανε εκείνη τη μέρα, ιδίως αφού εγκατέλειψε το σχολείο στο οποίο κρατούνταν όμηροι ντόπιες γυναίκες και παιδιά. Κατά τη διάρκεια του περιπάτου, ανακαλεί πρόσωπα, τοπία και πράγματα που συνάντησε: από φλεγόμενα σπίτια που κατέρρεαν δίπλα σε περιβόλια έως ένα τρομαγμένο κορίτσι το οποίο ξανασυνάντησε τυχαία 70 χρόνια μετά. Ο πρωταγωνιστής επίσης συζητά με το σκηνοθέτη τις δυσκολίες και τα όρια της αφήγησης της σφαγής καθώς και ευρύτερα της μετατροπής της ωμής εμπειρίας του σε οπτική και λεκτική αναπαράσταση.
H έρευνα έγινε στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος ERC Citizens of Photography (τμήμα ανθρωπολογίας, UCL).
The impossible narration: Memory and photography of the Kalavryta Slaughter
The impossible narration explores the difficult memories of a massacre perpetrated by the German Wehrmacht in the town of Kalavryta, Greece in 1943. The film focuses on survivor Giorgos Dimopoulos and his narration of the day of the slaughter which he experienced as a 13-year-old boy, who was by chance spared execution. Dimopoulos takes the director and the audience on a walk where he retraces the steps that he took that day, particularly after fleeing from the elementary school in which other women and children were held captive. During the walk, he remembers the people, the landscape and the things he encountered: from burning houses that collapsed amidst fruit groves to a frightened girl that he reencountered some 70 years later as an old woman. The protagonist also discusses with the filmmaker the difficulties and (im)possibilities of narrating this slaughter, and of turning his raw experience of the past into visual and verbal representations.
The film was funded by the European Research Council (EU Horizon 2020 research and innovation program, grant agreement no. 695283, PhotoDemos: Citizens of Photography, Department of Anthropology, UCL.
LINK: https://youtu.be/OOYyxXvXuiA?si=Kt38ASgU-3UpRpjf
Leave a Reply